απρόληπτος

απρόληπτος
ος , ον непредотвращённый; неотвратимый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "απρόληπτος" в других словарях:

  • ἀπρόληπτος — unanticipated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόληπτος — η, ο (Α ἀπρόληπτος, ον) αυτός που δεν μπορεί να προληφθεί, να προβλεφθεί αρχ. απροσδόκητος …   Dictionary of Greek

  • ἀπρόληπτον — ἀπρόληπτος unanticipated masc/fem acc sg ἀπρόληπτος unanticipated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρολήπτους — ἀπρόληπτος unanticipated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρολήπτῳ — ἀπρόληπτος unanticipated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόληπτοι — ἀπρόληπτος unanticipated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»